-
1 σίδηρος
σίδηρος [pron. full] [ῐ], [dialect] Dor. [full] σίδᾱρος IG42(1).102.61 (Epid., iv B.C.), etc.: ὁ; also ἡ, Nic.Th. 923: neut. [full] σίδηρον, τό, Sch.D Il.4.151, v.l. in Hdt.7.65 and Daimachus 4J. (but prob.A f.l. for σιδήριον in Gal.19.72, cf. Hsch. s.v. Ἀκίς): pl.σίδηρα Aret.SD2.12
, EM26.36, Tz. (v. infr.): — iron,σ. πολιός Il.9.366
, Od.24.168;ἰόεις Il.23.850
; ;αἴθων Il.4.485
, al.;πολύκμητος 6.48
, al., cf. Od.9.393; as an article of traffic,οἰνίζοντο.. Ἀχαιοί, ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴθωνι σ. Il.7.473
;πλέων.. μετὰ χαλκόν· ἄγω δ' αἴθωνα σίδηρον Od.1.184
; χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σ., of treasures, Il.11.133, al.; as a prize, 23.261, 850; Σκύθης σ., because brought from the Euxine, A. Th. 818; ὁ πόντιος ξεῖνος.. θηκτὸς σ. ib. 942 (lyr.).2 freq. as a symbol of hardness (cf.σιδήρεος 1.2
), or of stubborn force, Il.20.372, Od.19.494; ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρα ἕστασαν ἠὲ ς. ib. 211;οὔ σφι λίθος χρὼς οὐδὲ σ. Il.4.510
;ἐκ σ. κεχάλκευται.. καρδίαν Pi.Fr.123.4
, cf. S. Fr. 658;ἦσθα πέτρος ἢ σ. E.Med. 1279
(lyr.), cf. Pl.Lg. 666c; also of firmness, steadfastness, πέτρης ὅ γ' ἔχων νόον ἠὲ ς. Mosch.4.44, cf. Ach.Tat.5.22.II anything made of iron, iron tool or implement, for husbandry, Il.4.485, cf. 23.834: also of weapons, arrow-head, 4.123; sword or knife, 18.34, 23.30;αὐτὸς γὰρ ἐφέλκεται ἄνδρα σ. Od. 16.294
, cf. E.Or. 966 (lyr.); axe-head, Od.19.587: generally, arms,οἱ Ἀθηναῖοι σ. κατέθεντο Th.1.6
; (Galatia, i B.C.): also, knife, sickle, Hes.Op. 387: pl., fishing-hooks, Theoc.21.49; irons, fetters, Aret.SD2.12, Tz.H.13.302; cf. σιδήριον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σίδηρος
-
2 ἵστημι
ἵστημι, ἱστᾶσι, imp. ἵστη, inf. ἱστάμεναι, ipf. iter. ἵστασκε, 3 pl. ἵστασαν, fut. inf. στήσειν, aor. 1 ἔστησα, στῆσα, aor. 2 ἔστην, στῆν, 3 pl. ἔστησαν, ἔσταν, στάν, iter. στάσκε, subj. στήῃς, στήῃ, 1 pl. στέωμεν, στείομεν, perf. ἕστηκα, du. ἕστατον, 2 pl. ἕστητε, 3 pl. ἑστᾶσι, subj. ἑστήκῃ, imp. ἕσταθι, ἕστατε, inf. ἑστάμεν(αι), part. ἑσταότος, etc., also ἑστεῶτα, etc., plup. 1 pl. ἕσταμεν.—Mid. (and pass.), ἵσταμαι, imp. ἵστασο, ipf. ἵστατο, fut. στήσομαι, aor. 1 στήσαντο, στήσασθαι, -σάμενος, aor. pass. ἐστάθη: I. trans. (pres., ipf., fut., and aor. 1 act.), set in place, set on foot, cause to stand, rise, or stop; of marshalling soldiers, στίχας, λᾶόν, Β , Il. 6.433; causing clouds, waves, to rise, Od. 12.405, Il. 21.313; bringing horses to a standstill, ships to anchor, Il. 5.368, Od. 3.182; metaph., ‘excite,’ ‘rouse,’ battle, strife, Od. 11.314, Od. 16.292; weigh, Il. 19.247, Il. 22.350, Il. 24.232.— Mid. aor. 1 is causative, set up or set on foot for oneself, or something of one's own, κρητῆρα, ἱστόν, met., μάχην, Ζ 528, Il. 1.480, Od. 9.54.—II. intrans. (pass., fut. mid., aor. 2 and perf. and plup. act.), place oneself, come to a stand, rise, perf. and plup., stand; κῦμα ἵσταται, Il. 21.240; ὀφθαλμοὶ ὡσεὶ κέρᾶ ἕστασαν, ‘were fixed,’ Od. 19.211 ; στῆ δ' ὀρθός, ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν, Il. 24.359; met., νεῖκος ἵσταται, ἕβδομος ἑστήκει μείς, ‘had set in,’ Il. 19.117 ; μὴν ἱστάμενος, ‘beginning of the month,’ Od. 14.162, Od. 19.307; of spring, Od. 19.519; aor. pass., ὁ δ' ἐστάθη ἠύτε πέτρη, Od. 17.463.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἵστημι
См. также в других словарях:
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek